- δυνώμεθα
- δύναμαιto be ablepres subj mp 1st plδῡνώμεθα , δύω 2cause to sinkpres subj mp 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυνώμεθ' — δυνώμεθα , δύναμαι to be able pres subj mp 1st pl δῡνώμεθα , δύω 2 cause to sink pres subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCEPTICI — Graece Σκεπτικοὶ Philosophi iidem cum Pyrrhoniis fuêre. Ita enim a. Gellius l. 11. c. 5. Quos Pyrrhonios Philosophos vocamus, ii Graecô cognomine Σκεπτικοὶ appellantur. Id ferme significat, quasi Quaesitores et Consideratores. Nihil enim decernum … Hofmann J. Lexicon universale
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek